καζάνι, το, ουσ. [<τουρκ. kazan], το καζάνι· στον πλ. τα καζάνια, (παλιότερα, στη γλώσσα του στρατού) ένα από τα καψόνια που υφίσταντο οι στρατιώτες με το να πλένουν τα καζάνια, όπου οι μάγειροι μαγείρευαν τα φαγητά: «τον έστειλαν αγγαρεία στα καζάνια». (Ακολουθούν 14 φρ.)·  
- βράζει το καζάνι, λέγεται για ανώμαλες ή επικίνδυνες καταστάσεις, ιδίως λόγω συνεχών και έντονων εσωτερικών κοινωνικών αντιπαραθέσεων ή συγκρούσεων, που απειλούν να ξεσπάσουν καταστροφικά: «σ’ όλη τη χώρα βράζει το καζάνι και κανείς δεν ξέρει πού θα βγάλει αυτή η κατάσταση || βράζει το καζάνι πάλι στη Μ. Ανατολή || στα Βαλκάνια βράζει το καζάνι και πολλοί φοβούνται πως θα ξεσπάσει πόλεμος»·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. συνηθέστ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- είναι καζάνι που βράζει, βλ. φρ. βράζει το καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, όλος ο κόσμος αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες στη ζωή, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια δύσκολη κατάσταση: «μη νομίζεις πως κι εγώ είμαι καλύτερα από σένα, γιατί πρέπει να ξέρεις πως όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε»·
- όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε, είναι όλοι τους του ίδιου φυράματος, ιδίως κακού: «κλέφτες, λωποδύτες, χαρτοκλέφτες, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε»·
- σιγοβράζει το καζάνι, αναπτύσσεται κάποιο κακό χωρίς να πολυφαίνεται: «είναι καιρός τώρα που σιγοβράζει το καζάνι και δεν ξέρουμε τι φασούλι θα μας βγάλει»·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι ή τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, αντιμετωπίζω όλα τα πράγματα, όλα τα θέματα, όλες τις καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «δεν είναι σωστό να τα βάζεις όλα σ’ ένα καζάνι, γιατί το κάθε θέμα έχει τη δική του ιδιαιτερότητα»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα δικαιοσύνης, τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι και δεν κάνω χατίρια σε κανέναν». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί / τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα·
- τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο άτομα: «δεν είναι δίκιο να τους βάλω στο ίδιο καζάνι, γιατί ο ένας είναι επιστήμονας κι ο άλλος ένας αγράμματος άνθρωπος». Συνών. τους βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί / τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι / τους χτενίζω με την ίδια χτένα.